Του Σάββα Καλεντερίδη
Ο Ταγίπ Ερντογάν, με την άνοδό του στην εξουσία, δήλωσε ότι θα ακολουθήσει μια διαφορετική πολιτική στο Κουρδικό. Μάλιστά, το 2005, κατά τη διάρκεια επίσκεψης στην πρωθυπουργία διανοουμένων, καλλιτεχνών, πολιτικών και συνδικαλιστών, οι οποίοι είχαν υπογράψει κοινή δήλωση με την οποία καλούσαν το ΡΚΚ να αφήσει το όπλα, ο Ερντογάν τους έπε ότι... «Το Κουρδικό, όπως και άλλα αρκετά προβλήματα που απασχολούν την Τουρκία, για μας είναι πρόβλημα εκδημοκρατισμού». Μάλιστα ο Ερντογάν τους υπενθύμισε παλιότερη δήλωση που είχε κάνει κατά την επίσκεψή του στο Ντιγιαρμπακίρ, όταν είπε ότι «Το Κουρδικό πρόβλημα είναι δικό μου πρόβλημα και θα το λύσουμε κυρίως μέσω του εκδημοκρατισμού».
Ο Ερντογάν μέχρι πριν τις εκλογές του Ιουνίου του 2011, ακολούθησε πολιτική ήπιας προσέγγισης του όλου θέματος, μια πολιτική που κινήθηκε σε δυο κατευθύνσεις.
Η μια ήταν η προσέγγιση των Κούρδων, με στόχο να πάρει με το μέρος του όσο το δυνατόν περισσότερους Κούρδους παράγοντες, οι οποίοι με τη σειρά τους θα εξασφάλιζαν πολύτιμες κουρδικές ψήφους στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Το κύριο κίνητρο δεν ήταν η παραχώρηση δικαιωμάτων στον κουρδικό λαό, αλλά η εκχώρηση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στους παράγοντες, για να ασκήσουν κι αυτοί με τη σειρά τους αναλόγως επιρροή στις μάζες των Κούρδων ψηφοφόρων, χωρίς να θιγούν πολιτικά ζητήματα, όπως η κουρδική ταυτότητα, η εκπαίδευσης τη μητρική γλώσσα κλπ.
Σημαντικό ρόλο στην προσέγγιση έπαιξαν το ισλαμικό τάγμα Νακσιμπεντί, στο οποίο ανήκε ο Τουργκούτ Οζάλ, και το ισλαμικό τάγμα Νουρ, ιδρυτής του οποίου ήταν ο Κούρδος Σαΐντ-ι-Νουρσί. Να σημειωθεί τα τάγματα αυτά, που δραστηριοποιούνται κυρίως στο Κουρδιστάν, έπαιζαν και συνεχίζουν να παίζουν διαχρονικά καθοριστικό ρόλο στη στάση των Κούρδων πιστών απέναντι στην οθωμανική και αργότερα την τουρκική εξουσία. Το πρώτο ήταν πάντα υπέρ της συνεργασίας με την εξουσία, και το δεύτερο υποστήριζε την κουρδική ταυτότητα. Μάλιστα, ο Σαΐντ-ι-Νουρσί, επειδή θεωρήθηκε από το καθεστώς ως εθνική απειλή, μετά το θάνατό του θάφτηκε σε τοποθεσία που μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστη. Αυτό το επικίνδυνο για τον τουρκικό εθνικισμό ισλαμικό τάγμα, άλωσε ο Φετουλλάχ Γκιουλέν, ο οποίος το μετέτρεψε σε εργαλείο του τουρκικού εθνικισμού και από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του Ερντογάν και του ΑΚΡ.
Η άλλη κατεύθυνση ήταν η πολιτική διαχείριση του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, με στόχο μια άτυπη κατάπαυση του πυρός κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, καλλιεργώντας ταυτόχρονα ένα κλίμα αισιοδοξίας για πολιτική λύση του Κουρδικού, μέσω της παραχώρησης συνταγματικών δικαιωμάτων στους Κούρδους της Τουρκίας. Το κλίμα αυτό καλλιεργήθηκε κυρίως λόγω της εμπιστοσύνης που έδειξε το κουρδικό κίνημα και το ΡΚΚ στο τουρκικό κράτος, το οποίο κάθισε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μαζί του, διαπραγματεύσεις που έγιναν στο Όσλο της Νορβηγίας.
Το στρατήγημα του Ερντογάν σε μεγάλο βαθμό πέτυχε, αφού το κλίμα αισιοδοξίας που καλλιεργήθηκε προεκλογικά στους Κούρδους ψηφοφόρους, για παραχώρηση συνταγματικών δικαιωμάτων, λειτούργησε υπέρ του ΑΚΡ, το οποίο είχε ως υποστηρικτή του τους Κούρδους οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες και το υπερόπλο που ακούει στο όνομα Ισλάμ. Το ΑΚΡ κατάφερε να εξασφαλίσει σημαντικό μερίδιο από τις κουρδικές ψήφους, τις οποίες ο Ερντογάν μετέφρασε κατά το δοκούν.
Έτσι, μετεκλογικά, ο Ερντογάν, που ένιωσε ενισχυμένος, σκλήρυνε τη στάση του απέναντι στους Κούρδους που συνεχίζουν να υποστηρίζουν το κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, αλλά και απέναντι στο ΡΚΚ.
Πριν αναφερθούμε στην πολιτική που ακολουθεί μετεκλογικά ο Ενρτογάν απέναντι στο Κουρδικό, θα ήταν χρήσιμο να δούμε ποια ήταν η πολιτική του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος όλο αυτό το διάστημα. Παράλληλα με το κλίμα αισιοδοξίας, που οφειλόταν στο γεγονός ότι το τουρκικό κράτος κάθισε για πρώτη φορά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με το ΡΚΚ, οι Κούρδοι προετοιμάζονταν για την επόμενη μέρα. Ο Οτζαλάν μιλούσε για μια Επιτροπή Τεκμηρίωσης και Συμφιλίωσης, που θα εξιχνίαζε όλα τα ανεξιχνίαστα εγκλήματα που έγιναν εναντίον των Κούρδων από το τουρκικό κράτος και τις παραστρατιωτικές του δομές και για μια Επιτροπή Συνταγματικής Αναθεώρησης, που θα εξέταζε το πλαίσιο της συνταγματικής λύσης του Κουρδικού.
Παράλληλα, οι Κούρδοι, για καλό και για κακό, προετοίμαζαν μεθοδικά τις δομές ενός κρατικού μηχανισμού που θα λειτουργούσε εν παραλλήλω με τις υφιστάμενες δομές του τουρκικού κράτους. Μάλιστα, είχαν θέσει σταδιακά σε εφαρμογή ένα σύνταγμα, που καθόριζε τη λειτουργία αυτού του άτυπου παράλληλου κουρδικού κράτους, το οποίο, σημειωτέον διαθέτει τη δική του νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία.
Ο Ερντογάν, λοιπόν, μετά τις εκλογές, κλήθηκε να χειριστεί το Κουρδικό, έχοντας να διαχειριστεί από τη μια πλευρά την ισχυροποίηση του κόμματός του στο σύνολο της τουρκικής επικράτειας αλλά και στο Κουρδιστάν, και από την άλλη το κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και το ΡΚΚ, που με διάφορες μετωπικές οργανώσεις έχτιζε μεθοδικά το παράλληλο κουρδικό κράτος, δια παν ενδεχόμενον.
Ο Ερντογάν είχε να ακολουθήσει δυο δρόμους.
Ο ένας ήταν ο δρόμος του διαλόγου, για την εξεύρεση συνταγματικής λύσης, που θα άνοιγε το δρόμο για την τελική διευθέτηση του Κουρδικού. Και όταν μιλούμε για τελική διευθέτηση, εννοούμε την αναγνώριση της κουρδικής εθνικής ταυτότητας και του δικαιώματός της στην αυτοδιάθεση, που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και στον διαμελισμό της Τουρκίας.
Ο άλλος δρόμος ήταν ο παραδοσιακός. Δηλαδή άσκηση στρατιωτικής βίας εναντίον των ανταρτών, βομβαρδισμοί, επιχειρήσεις και θάνατοι, καθώς και διώξεις εναντίον των μελών των μετωπικών οργανώσεων.
Ο Ενρτογάν ακολούθησε και τους δυο δρόμους. Δηλαδή, ακολούθησε μια στρατηγική διπλής αντιπαράλληλης κατεύθυνσης. Βλέποντας ότι η ισχυρή θέση του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος ανάμεσα σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, από τη μια πλευρά ενισχύει την διαπραγματευτική του θέση και από την άλλη αυξάνει τους κινδύνους για την ενότητα της Τουρκίας, αποφάσισε να κινηθεί με αποφασιστικότητα εναντίον του ΡΚΚ, αφήνοντας ταυτόχρονα ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας και διαλόγου.
Έτσι, αφού οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν πραγματοποιήσει δεκάδες αεροπορικές επιχειρήσεις εναντίον κουρδικών στόχων στο Νότιο Κουρδιστάν (Βόρειο Ιράκ), και αφού οι τουρκικές ειδικές δυνάμεις, υποβοηθούμενες από επιθετικά ελικόπτερα έχουν προκαλέσει σημαντικές απώλειες ιδιαίτερα σε ανώτερο στελεχιακό δυναμικό στο ΡΚΚ, οι αρμόδιες τουρκικές υπηρεσίες φέρονται να συνεχίζουν τις συνομιλίες με ανώτερα πολιτικά στελέχη του ΡΚΚ σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Κλείνοντας το σημείωμά μας να επισημάνουμε ότι πέρα από το γενικό στόχο, που είναι η διαπραγματευτική αποδυνάμωση του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και του ΡΚΚ, ο Ερντογάν επιδιώκει να αποφύγει δυσάρεστες εκπλήξεις από τους Κούρδους την Άνοιξη του 2012. Τη στιγμή μάλιστα που η κατάσταση στο Ιράκ, τη Συρία και το Ιράν εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για την Τουρκία και η Αραβική Άνοιξη είναι σε αποδρομή, μια Κουρδική Άνοιξη θα μπορούσε να δημιουργήσει μια πολύ επικίνδυνη αλλεργία στην ήδη επιβαρημένη υγεία της Άγκυρας.
Αν της λέγαμε περαστικά της Άγκυρας θα μας πιστεύατε;
Κυριακάτικη Δημοκρατία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου